- χολεριώ
- (α) αμετ болеть холерой
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χολεριώ — χολεριῶ, άω, ΝΑ πάσχω από χολέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χολέρα + κατάλ. ιῶ / ιάω που απαντά σε ρ. που δηλώνουν ασθένεια (πρβλ. ναυτ ιῶ)] … Dictionary of Greek
χολεριῶ — χολεριάω suffer from cholera pres imperat mp 2nd sg χολεριάω suffer from cholera pres subj act 1st sg (attic epic ionic) χολεριάω suffer from cholera pres ind act 1st sg (attic epic ionic) χολεριάω suffer from cholera imperf ind mp 2nd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)